- ομόσπονδος
- -η, -οαυτός που αποτελεί μέλος ομοσπονδίας: Τα ομόσπονδα κράτη της Γερμανίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὁμόσπονδος — sharing in the drinkoffering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομόσπονδος — η, ο (Α ὁμόσπονδος, ον) νεοελλ. (για κράτη) αυτός που αποτελεί ομοσπονδία με κάποιον άλλο, που αποτελεί τμήμα μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες τής Ελβετίας») αρχ. 1. αυτός που μετέχει σε σπονδές 2. αυτός που συνδέεται με κάποιον με… … Dictionary of Greek
ὁμόσπονδον — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem acc sg ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσπόνδοιο — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσπόνδους — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσπόνδων — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόσπονδοι — ὁμόσπονδος sharing in the drinkoffering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιδεράτος — ο / φοιδερᾱτος, ΝΜΑ και φαιδεράτοι Ν, και ως επίθ. φοιδέρατος και φεδέρατος και φιδέρατος, άτη, ον, Μ 1. (στην αρχ. Ρώμη) ανεξάρτητες πολιτείες που συνδέονταν με τη Ρώμη με συνθήκες και τών οποίων οι κάτοικοι ήταν σύμμαχοι τών Ρωμαίων, αλλά δεν… … Dictionary of Greek
ένσπονδος — ἔνσπονδος, ον (Α) [σπονδή] 1. αυτός που περιλαμβάνεται στη συνθήκη ή στην ανακωχή 2. ομόσπονδος, σύμμαχος («ἀντὶ ἐνσπόνδων πολέμιοι», Θουκ.) 3. (για ζώα) φιλικός … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek